ἰοβόστρυχος

ἰοβόστρυχος
ἰο-βόστρῠχος [ῐ], ον,
A dark-haired,

Μοῦσαι Pi.I.7(6).23

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιοβόστρυχος — ἰοβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει ιώδεις, σκούρους βοστρύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βόστρυχος] …   Dictionary of Greek

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”